ταράττεται

ταράττεται
ταράσσω
stir
pres ind mp 3rd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • MAEMACTES — Graece Μαιμάκτης: Sic enim Iuppiter Athenis dictus est, quasi furiosus et turbulentus; a verbo μαιμάσσειν vel μαιμάζειν, quod inter cetera strepere est, turbari, tumultuari. Suidas, Μαιμάζει, σφύζει, προθυμε̑ι, κυματοῦται, πηδᾷ, καχλάζει,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παραλύω — ΝΜΑ, και παραλώ Ν 1. επιφέρω αδυναμία, προκαλώ εξασθένηση και χαύνωση, εξαντλώ (α. «η πείνα μέ έχει παραλύσει» β. «κἄν ἐπιμείνῃ τις, παρέλυσεν, ἐλωβήσατο», Πλάτ.) 2. (το ενεργ. και το παθ.) χάνω τη δύναμη μου, εξασθενώ (α. «ταράττεται η ψυχή μας …   Dictionary of Greek

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”